- πεδικλώνω
- bukağı vurmak, kösteklemek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
πε(ρ)δικλώνω — πεδικλώνω και περδικλώνω πε(ρ)δίκλωσα, πε(ρ)δικλώθηκα, πε(ρ)δικλωμένος 1. δένω τα πόδια ζώου, για να περιορίσω την απομάκρυνσή του από ορισμένη περιοχή. 2. ρίχνω κάποιον κάτω βάζοντας εμπόδιο ανάμεσα στα πόδια του. 3. το μέσ., πε(ρ)δικλώνομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεδίκλωμα — και περδίκλωμα ή περδούκλωμα, το [πεδικλώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πεδικλώνω, τρικλοποδιά, υποσκελισμός … Dictionary of Greek
μπερδουκλώνω — (Μ μπερδουκλώνω) μπουρδουκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών μπερδεύω + μσν. μποδουκλώνω (< πεδοκλώνω < πεδικλώνω < πέδικλον)] … Dictionary of Greek
πεδικλωμός — και περδικλωμός και περδουκλωμός, ο [πεδικλώνω] το πεδίκλωμα … Dictionary of Greek
πεδικλώ — όω και πεδουλκώ ΝΜ, πεδικλώνω και περδικλώνω και πεδουκλώνω και περδουκλώνω και πεδοκλώνω Ν (για πρόσ. και ζώα) βάζω πέδη ή πέδικλο στα πόδια (και κατ επέκτ. στα χέρια) για να εμποδίσω τις κινήσεις νεοελλ. 1. κάνω κάποιον να πέσει παρεμβάλλοντας… … Dictionary of Greek
περδικλώνω — και περδουκλώνω βλ. πεδικλώνω … Dictionary of Greek
υποσκελίζω — ὑποσκελίζω, ΝΜΑ ρίχνω κάτω με τρικλοποδιά, πεδικλώνω νεοελλ. μτφ. παραγκωνίζω, παραμερίζω κάποιον με πλάγια μέσα («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη θέση τού προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του») αρχ. 1. (για κρασί) καταβάλλω, εξασθενίζω… … Dictionary of Greek
πεδικλώνομαι — πεδικλώνομαι, πεδικλώθηκα, πεδικλωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: πεδικλώνομαι : η ενεργητική φωνή απαντάται πολύ σπάνια (πεδικλώνω, βλ. πίν. 3 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής